- ασυστηματοποίητος
- -η, -οαυτός που δε συστηματοποιήθηκε, δεν οργανώθηκε με σύστημα: Η διάθεση του προϊόντος στη διεθνή αγορά είναι ακόμη ασυστηματοποίητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.